συμπιεστικός

συμπιεστικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμπίεση
2. αυτός που προκαλεί συμπίεση.
επίρρ...
συμπιεστικώς και συμπιεστικά Ν
με συμπίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιεστός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπιεστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί συμπίεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπιεστικότητα — η, Ν [συμπιεστικός] συμπιεστότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”